Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017



ΚΑΤΩ ΚΕΡΔΥΛΛΙΑ 


(Απόσπασμα από το Βιβλίο " Η Ιστορια των Κερδυλλίων" Γεωργίου Κ. Κυρμελη)

4.1.3. ΤΑ ΚΑΤΩ ΚΕΡΔΥΛΛΙΑ

 Οἱ μέρες τῆς «ἐπίσκεψής» μου στά Ἄνω Κερδύλλια ἔφθασαν σχεδόν στό τέλος. Τήν παραμονή τῆς ἀναχωρήσεώς μου ἐμφανίσθηκε καί πάλι ὁ Περικλῆς. «Κύρ Γιώργου, θά πάου σήμιρα στἉκάτ᾽τά Κιρδύλλια, θέλς νά ἔρτσ᾽ νά τά διεῖς;». Ἄλλο πού δέν ἤθελα. Ἀνεβήκαμε στ᾽ ἁλώνια κι ἀπό κεῖ πήραμε ἕνα καλό ὀρεινό δρομάκι κι ἀρχίσαμε νά ἀνεβοκατεβαίνουμε λοφάκια. «Εἶναι μακρυά τό χωριό; δέ φαίνεται καθόλου», ρώτησα. «Μπά μιά τφυκιά τόπους. Δέ φαίνιτι γιατί δέ θέλουν νά μᾶς βλέπουν», εἶπε κοφτά. Καί μετά ἀπό λίγο ὀλοκλήρωσε: «δέ μᾶς χουνεύουν καθόλου, γι αὐτό ἔκαναν τό χωριό τους νά βλέπει κατά τ᾽ θάλασσα κι ὄχι σ᾽ ἀπάν, κατά τή μᾶς». Πράγματι κάτι εἶχα ἀκούσει γιά τίς συνεχεῖς ἔριδες καί τούς αἰώνιους καβγάδες. « Οὐ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις».....Μ᾽ αὐτά καί μ᾽ αὐτά φθάσαμε σχεδόν ἔξω ἀπ’ τό χωριό, σ᾽ ἕνα μεγάλο λάκκο καί ὑπολείπονταν μιά ἀνηφορίτσα. Πράσινο, βλάστηση, ἄλλο τοπίο, πιό ἤμερο. «Δῶ τού λέν Σουλίστρου», μοῦ λέει ὁ Περικλῆς, πού φαίνεται ἤξερε τό χωριό τό ἴδιο καλά ὅσο καί τό δικό του. Πυκνός καπνός ἀνέβαινε στόν οὐρανό. Ἀκούσαμε κάτι γυναικεῖες φωνές. Παρακάτω διακρίναμε ἀρκετές πού εἶχαν ἐγκαταστήσει τά καζάνια κι ἄρχιζαν τή μπουγάδα. Παραδίπλα δυό τρεῖς καλούς μπαχτσέσες. Μια μεγάλη βρύση, αὐτή εἶναι ὁ Σουλίστρος.  Ἀνηφορίσαμε καί βρεθήκαμε σέ ἕνα μεγάλο ξέφωτο. Ἕνας φιδίσιος δρόμος ὁδηγεῖ, ὅπως πρόσεξα, σέ μιά Ἐκκλησία, πιό κάτω ἀπό τό χωριό. «Εἶνι Ἅγιοι Ἀνάργυροι, μί τού μεγάλου παναήρ», μοῦ λέει ὁ Περικλῆς. Σταθήκαμε νά ξαποστάσουμε. Καθίσαμε σέ κάτι μεγάλες πέτρες.Μιά μάλιστα ἀπ’ αὐτές εἶχε ἕνα τεχνητό στρογγυλό βαθούλωμα, μάδέν ἔμοιαζε «ἀρχαῖο». «Περιστεριά», λένε τό μέρος αὐτό οἱ κάτοικοι. Ἀπό κάτω ἔχαινε βάραθρο καί σχεδόν στό βάθος οἱ γυναῖκες μέ τά καζάνια. Ἀπό δῶ βλέπεις καθαρά-σάν ἀπό ἀεροπλάνο- κάτω, κατά τή μεριά τῆς θάλασσας καί τῆς Ἀμφίπολης. Ρέμβασα ἀρκετά. Δίπλα μου, ἀπ’ τή δεξιά μεριά τοῦ δρόμου κανά δυό ἁλώνια (ΤοῦΤζιρίτη καί τοῦ Μπουρνουσούζη, λέει ὁ Π). Τό χωριό ἀμφιθεατρικά χτισμένο. Ἀπό τή βορειοανατολική πλευρά μέ τό μεγάλο ναό, τόν Ἅγιο Γεώργιο, προχωράει δυτικά καί ἐπανέρχεται νότια.Τό χωριό εἶναι πιο μικρό ἀπό τά Ἄνω. Δέν πήραμε τό δρόμο γιά τούς






Ἁγίους Ἀναργύρους, μά τόν κεντρικό, πού σχίζει τό χωριό στά δυό. 

Παρατηρῶ πώς τά σπίτια εἶναι κτισμένα με λάσπη, λείπει τελείως ὁ 

ἀσβέστης. Ἄς δοῦμε τά πάνω ἀπό τό δρόμο σπίτια. Ἐδῶ μπροστά 
μας, ἀριστερά καί δίπλα ἕνας ἀχυρώνας με ἕναν πεσμένο ἀχυρώνα· 
εἶναι τοῦ Κόφα, Κουφούδη κι ἐδῶ γίνεται τό ἐμπορικό πανηγύρι, 
καθώς καί ἡ ἔναρξη τῶν ἀθλητικῶν ἀγώνων.
Ἐδῶ ἔφθαναν οἱ δρομεῖς καί στεφανώνονταν με ἕνα κατσίκι ἤ
ἀνάλογο ποσό. Δίπλα εἶναι τό σπίτι τῆς καλοκάγαθης γρηᾶς Σταλάμως Δημητρίου Δάλλα, πού ζῆ μέ τόν ἀδελφό της Βαγγέλη.
Μετά εἶναι δυό συνεχόμενα σπίτια ἀδελφικά: τοῦ Μαργαρίτη καί τοῦ Ἀναστασίου (Τάσος) Σκόρδα . Τα καλύτερα παιδιά τοῦ χωριοῦ. Μαζί σχεδόν καί τό σπίτι τοῦ Σπυρόπουλου Ἀμέσως ἄλλα δυό ἀδελφικά: τοῦ Κώστα καί τοῦ Δημητροῦ Μπουρνουσούζη Ὀ Κώστας, γνωστός ὡς Ντίνας
, εἶναι ἕνα ψηλός, γεροδεμένος, ὄμορφος καί «περήφανος», μεγαλοπρεπής ἄνδρας. Ὁ κατασκευστής τῶν πιό τέλειων τσαρουχιῶν. Νά, ἀπ’ ἔξω κρέμονται δυό-τρία ζευγάρια νά στεγνώσουν. Τά δικά του ἦταν τόσο καλοκαμωμένα,ὥστε «τά ἄτιμα δέν ἔπιαναν ἴτσ᾽ λάσπ᾽». Ὁ ἀδελφός του, ὁ Δημητρός, γνωστός ὡς Μητρούδης, τό ἴδιο λεβέντης, εἶναι ὁ ἀγροφύλακας τοῦ χωριοῦ. Δίπλα, τό σπίτι τοῦ Φαντάζου. Ὅλα αὐτά τά σπίτια χωρίζονται ἀπό τά ἑπόμενα μέ ἕνα πολύ στενό κι ἀνηφορικό δρομάκι. Ἀμέσως τό σπίτι τοῦ Παπαϊωάννου, ἀπό τούς πιό καλούς νοικοκυραίους τοῦ χωριοῦ, μέ πολλά γελάδια καί μπόλικα χωράφια. Καλό τό σπίτι, πού τό ὀμορφαίνει πιό πολύ ἡ πεντάμορφη κόρη του, ἡ Κατίνα... Ἀκολουθεῖ τό σπίτι τοῦ Δημητροῦ Στεργιανοῦ, ὅπου μένει καί ὁ γνωστός Χάϊτας.Μεγάλο τό σπίτι τοῦ Στεργιαννούδη, καθαρό καί προσεγμένο. Καλός, ἐξαιρετικός ἄνθρωπος. Δίπλα τοῦ ΓιάννηΜπαλαμπάνη, φτωχόσπιτο, σά παράγκα.Ὁ Γιάννης ἦταν σχεδόν ἐπαγγελματίας τσομπάνης. Πολλά χρόνια στούς καλογήρους, στό μοναστήρι καί ἀρκετά ὁ «γελαδάρης», ὁ βοσκός, τοῦ χωριοῦ. Πάλι δρομάκι καί τοῦ Μουκατᾶ καί δίπλα τοῦ Γιώργη Χούπη, γιοῦ τοῦ Μακεδονομάχου Π.Χούπη.Ὁ Γιώργος παίζει καλό λαοῦτο 

 κι ὁ γιός του ὁ Παναγιώτης καλό βιολί. Εἶναι τό «συγκρότημα», ἡ
μουσική κομπανία τοῦ χωριοῦ.

Ἀνεβαίνουμε πιό πάνω: κοντά στόν ἐπάνω δρόμο τά σπίτια Βασιλικούδη. Στο ἕνα μένει ὁ Γιάννης Κίκηρας. Τό ἄλλο, τοῦ Ποτῆ, κι αὐτός Βασιλικούδης, καλός νοικοκύρης καί παρακάτω λίγο τοῦ Ἀθανασίου Ἀλβανοῦ. Εἶναι ὁ «μπάρμπας, θεῖος Θανάσης», ὁ ἐπί πολλά χρό
νια διατελέσας πρόεδρος. «Ἄνθρωπος μέ μυαλό», λέν ἀκόμη οἱ Κερδυλλιῶτες. Ἦταν καί καπνομεσίτης καί ἔβγαζε ἀρκετά. 
Μετά εἶναι τοῦ Σαλονικιοῦ (Νά ἤξεραν οἱ σύγχρονοι νεαροί μας τι ψυχή κρύβει αὐτό τό βαφτιστικό ὄνομα...) Οἰκονομίδη πού ἐδῶ μερικά χρόνια ἔγινε ἱερεάς μετονομασθείς σέ Γεώργιος. Ἐκεῖ δίπλα 
τοῦ Γιώργου Γκάλιου, μέ τά δυό κάρα καί τά δυό ζευγάρια ἄλογα. Μεσολαβεῖ δρομάκι ἀνηφορικό καί ἀμέσως μετά σέ ἕνα ἄνοιγμα τοῦ δρόμου πού σχηματίζει πλατεία ὁ περίφημος Μαγαζᾶς. Μαγαζᾶς λέγονταν ἕνα ἀρκετά μεγάλο δίπατο σπίτι. Ἦταν παλιό σχολεῖο καί ἡ ἕδρα τῆς Κοινότητος. Ὅταν τό σχολεῖο «ἔφυγε» μέ τήν ἀνέγερση τοῦ νέου, τή δεκαετία τοῦ 30, τό μισό ἔγινε καφενεῖο. Καφενεῖο μέ δόξες καί ἀξέχαστες μέρες, γιατί βοηθοῦσε τό ἄνοιγμα μπροστά. Ἐδῶ γίνονταν τρικούβερτοι χοροί, πάντοτε μέν ἰδίως ὅμως τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων. Πρό τοῦ Β´ Πολέμου τό εἶχε ὁ Ἀθανάσιος Ἀλαβανός. Τίς μέρες τοῦ 40-41 ἧταν κλειστό. Πίσω καί πάνω εἶναι τά Χουπέϊκα: σπίτια, φοῦρνοι κι ὑποστατικά. Χούπης Ἀθανάσιος, Χούπης Δημήτριος, Χούπης Κωνσταντῖνος. Κατεβαίνουμε πάλι στό Μαγαζᾶ. Πάλι δρομάκι Μιά νέα ἑνότητα με ἀρκετά σπίτια: Πάνω ἀπό τόν κύριο δρόμο, λίγο παραπέρα, εἶναι τοῦ Πολυχρόνη Μπουρλίτη, τοῦ Πουλυόν’, ὅπως τόν φωνάζουν. Καλό σπίτι. Κάτω μαγαζί πού μετατράπηκε εὔκολα σέ καφενεῖο-μπακαλικο, ὅπου πιό πολύ σύχναζαν οἱ ξένοι πού δούλευαν στά ἔργα τῆς ἀποξήρανσης 
καί τῆς ἐκτροπῆς τῆς κοίτης τοῦ Στρυμόνα. Καί τό ἔδιναν νά κατα λάβει. Μόνος ὁ Πολυχρόνης δέν προλάβαινε, γι᾽ αὐτό καί κατέβαιναν καί τόν βοηθοῦσαν οἱ ὄντως πεντάμορφες-στάρ, μοῦ λένε κάποιοι- κόρες του: Χρυσούλα, Κωνσταντινιά καί Ἑλένη. Ἄλλο πού δέν ἤθελαν καί οἱ θαμῶνες. Οἱ Κερδυλλιῶτες ἔβγαλαν καί σκωπτικό σχετικό τραγούδι:


«Καρατζᾶς καί ὁ Μπαμπούλης 
καί ἡ κλίκα τους μαζί
κάθε βράδυ μεθυκλιόνταν
στοῦ Μπουρλίτ᾽ τού μαγαζί».



Δίπλα στόν πάνω δρόμο, τοῦ Ἀντώνη καί Γιάννη Φαραζᾶ καί ἐκεῖ γύρω τοῦ Κουτρούχα, τοῦ Σβάσιου μαζί με τοῦ Κωτούλα, τοῦ Χριστόδουλου Φουτούδη καί πιό πάνω τοῦ Κώστα Ἀλβανοῦ. Νοικοκύρηδες ὅλοι. Ὁ Γιάννης Φαραζᾶς παλιός χωροφύλακας εἶχε μιά πολύ ὄμορφη γυναίκα, τή Μιμίκα. ‘H Στεργιανή Κουτρούχαινα, χήρα σοβαρή, ἐργατική, μέ γελάδια, ἀμπέλια καί μπόλικο κρασί. Εἶχε δυό παιδιά, τό Μιχάλη καί τό Βαγγέλη. Ὁ Κωτούλας δουλευτής σέ
φαγάνα στά ἀποξηραντικά ἔργα. Ἐκεῖ δίπλα καί τοῦ Χριστόδουλου Καστανᾶ, πού τώρα, τήν
ἐποχή αὐτή, εἶναι πρόεδρος τῆς Κοινότητας, καί καλός μάλιστα. Καλός νοικοκύρης με ἀρκετά ζῶα-γίδια (500). Ἄλλο σπίτι εἶναι τοῦ Μιχούδη, μά εἶναι ἐγκαταλελειμένο: οἱ Μιχούδηδες ἐγκαταστάθηκαν στά Πάνω Κ. Ἐκεῖ κοντά-δίπλα εἶναι καί τό σπίτι τοῦ Ἄγγελου Σπανοῦ, πού ἦταν ἐπιστάτης ξένης τεχνικῆς ἑταιρείας στα ἔργα τοῦ Στρυμόνα. Βρισκόμαστε ἤδη στήν πίσω μεριά τοῦ Σχολείου. Ἐδῶ παραπάνω εἶναι καί τό σπίτι τῶν Ἀντώνηκαί Μιχάλη Φαραζᾶ, σχεδόν πολύ κοντά στόν Ἁηγιώργη. Ὅλα αὐτά πάνω ἀπό τόν κεντρικό δρόμο. Λίγο παρακάτω εἶναι τό Σχολεῖο πού τό προσπεράσαμε. Πολύ ὡραῖο, σχεδόν κατακαίνουργιο. Κτισμένο μέ τίς σύγχρονες προδιαγραφές. Μικρό βέβαια, μά πολύ καλό. Μπαίνω στίν αὔλειο χῶρο. Μιά τσιμεντένια σκαλίτσα μέ ὁδηγεῖ στό γραφεῖο τοῦ μοναδικοῦ δασκάλου (Πάντα μονοθέσιο). Ἀμέσως μιά μεγάλή αἴθουσα, καμιά πενηνταριά τ.μ. καί στήν ἀπένταντι μεριά μιά πόρτα μέ ὁδηγεῖ στό δωμάτιο τοῦ δασκάλου. Ὅλα παντακάθαρα. Πόρτες καί παράθυρα πολλά, προπάντων μεγάλα, τεράστια παράθυρα. Ὁ Περικλῆς μοῦ λέει νά ξαναγυρίσουμε στήν Περιστεριά. Παίρνουμε τό δρόμο για τους Ἁγίους Ἀναργύρους. Τό πρῶτο ἀριστερά, πάνω ἀπό τό δρομάκι, εἶναι τοῦ Δημητροῦ Μπέη. Ψαρᾶς, φαίνεται ἀπό μακρυά. Δίχτυα ἁπλωμένα δείχνουν τό ἐπάγγελμα τοῦ Δημητροῦ. Ἄν καί δέν ἦταν ἐπαγγελματίας ψαρᾶς,


ὅμως ζοῦσε σχεδόν ἀπό τή βάρκα του. Ἔπλεκε καί κουφίνια καί  καλάθια· νά καναδυό ἁπλωμένα πάνω ἀπό τήν πόρτα. Κι ἄλλοι Κατωκερδυλλιῶτες ψάρευαν παλιά στή λίμνη τἈχιανοῦ καί μετά στό Στρυμόνα. Ἀντίθετα μέ τούς Πάνω, οἱ Κάτω ἀγαποῦσαν τά λιμνίσια ψάρια.

Δίπλα τοῦ Δημητροῦ τοῦ Φουτούδη, τοῦ πολύ καλοῦ ἀμπελουργοῦ. Γιός του ὁ Ἀντώνης. Μεσολαβεῖ ἕνα δρομάκι καί συναντῶ τό σπίτι τοῦ Τσερκέζου, κτηνοτρόφου καί μετά τοῦ Ἀθανασίου Βάγιου καί παραδίπλα τοῦ κτίστη Σπύρου Ἀλβανοῦ.





Δεξιά, ὅπως κατεβαίνουμε, δέν ὑπάρχουν σπίτια. Λίγο παρακά τω ἀπό την Περιστεριά ἕνα δρομάκι μᾶς πάει στο Μῦλο. Μεγάλο οἴκημα, λειτουργικό, μέ τή γερμανική μηχανή ἐστερικῆς καύσης, ἔσωσε τόν κόσμο ἀπό τό μαρτυρικό πήγαινε-ἔλα στήν Εὐκαρπία,στο μῦλο. Δεξιά καί πάλι, πιό κάτω, πρῶτο καί καλύτερο τό ἔνδοξο καφενεῖο τοῦ Τάσου Σκόρδα. Ἕνα ἐξαιρετικό σπίτι, καινούργιο, κτισμένο με...ἀσβέστη. Κάτω, μεγάλο, εὐάερο καί εὐήλιο καφενεῖο καί πάνω τό σπίτι του.Τρικούβερτα γλέντια πού τά προκαλοῦσε ὁ ἴδιος ὄντας μεγάλος γλεντζές Δίπλα τῆς Σοφίας Ἀλβανοῦ, καφενεῖο κι αὐτό ἀλλά κατώτερης ἀξίας. Δυό ἀγόρια καί δυό κορίτσια ἡ Σοφία. Λίγο πιό πέρα τοῦ Χρήστου Ἀλβανοῦ, τοῦ Γιαουντῆ. Ὁ Μπαρμπαχρῆστος δέν σ᾽ ἀφήνει νά φύγεις, ἄν δέν ἀγοράσεις κάτι. Κι ἄν δέν ἔχει, ἔχει ἄμεση την ἀπάντηση! «Κάτσει λίγου τά μλάρια μί τά ψώνια ἔρχουντι νά στού Σουλίστρου εἶνι». Φοβερός. Παραπέρα στή στροφή τοῦ λάκκου (τί λάκκος, λακκούδ᾽ ) τό μαγαζί τοῦ γιοῦ τοῦ Χρήστου, τοῦ Κώστα Ἀλβανοῦ. Οἱ κακές γλῶσσες μοῦ λέν πώς ὅ,τι ἔχει μέσα τά πῆρε κρυφά ἀπό τό μαγαζί τοῦ πατέρα του. «Τό ἐπιβάλλον μέρος τῆς οὐσίας». Τώρα ἀπ’ τήν ἄνω πλευρά. Μπροστά μου ὑψώνεται-κυριαρχεῖ θά  ἔλεγα- τό ψηλό κι ἀρχοντικό σπίτι τοῦ Γιώργου Πλιάκα. Δεσπόζει 

τοῦ χωριοῦ. Δίπατο,περιποιημένο, ἐξαιρετική κατασκευή-ἀσβέστη

μπόλικη στό χτίσιμο.Πέτρες διαλεγμένες μέ ἀρμούς παιχνιδιάρικου τό βλέπεις καί τό χαίρεσαι. Κάτω ἕνα γεμάτο μαγαζί καί πάνω ἡ κατοικία. Μιά καθαρή αὐλή καί στήν πάνω γωνία μιά ἀφημένη κούρσα, φωνάζει τό νοικοκύρη της νά μήν τήν ἀφήνει μόνη κι ἄραχνη. 

Ὁ «ἄρχοντας» Πλιάκας ἔχει μια ἐξαιρετική Πανοκεδρυλλιώτισσα 
γυναίκα, τη Χαριστή(τό γένος Παπαμάρκου, παπαδοσόϊ) καί τρεῖς κόρες: Κωνσταντινιά,Φρόσω καί Κατίνα, ὅλες ὄμορφες καί καταδεχτικές. Στήν ἐμφάνιση τῆς μιᾶς σπεύδω νά ζητήσω νά δῶ τόν πατέρα της. «Ἄ, μπαμπάμ᾽ δέν εἶνι δῶ.Γυρνάει. Ἴσως εἶνι στού Τσάγεζι ἤ σέ κανένα χουριό. Μό τού βράδ᾽ ἔρχιτι· ἄμα εἶσι τού βράδ᾽ δῶ ἔλα νά τούν δεῖς. Ἔλα τώρα νά πάρς κάτι, νά σᾶς κεράσουμε». Κάνω πώς δέ θελω. «Μόνο ἕνα νεράκι, νά ξεδιψάσουμε», λέω καί ἀνεβαίνω τά σκαλοπάτια. Τά χάνω· παλάτι ἀληθινό. Διακριτικά πίνουμε τό νερό σέ ἕνα ποτήρι πολυτελείας καί φεύγουμε μέ τίς καλύτερες ἐντυπώσεις. Πλιάκας μέ τ᾽ ὄνομα. Ἀπ᾽ την πάνω μεριά τό σπίτι τοῦ Χριστόδουλου Γκάλιου. Κι ἀπ’ την κάτω -δεξιά- εἶναι τό σπίτι τοῦ Θανασίκα. Πιό πίσω, ἀπ’ την ἄλλη τοῦ δρομίσκου, πρῶτο τό σπίτι τοῦ Σαρακατσάνου Γιάννη Γούλα, χρόνια μόνιμου κατοίκου τοῦ χωριοῦ. Μετά, τ᾽ ἀδελφικά σπίτια τοῦ Μποϊκούδη-Καρακοντίνου. Δίπλα τοῦ Δασκαλάρα. Καί τό καφενεῖο τοῦ Ἀθανασίου Ἀλβανοῦ (ἰδιοκτησία τοῦ Παπακωνσταντίνου). Μετά ὁ δρόμος διακλαδίζεται. Ἕνας δρομίσκος πάει ἀριστερά καί ὁ ἄλλος πλάγια δεξιά καί καταλήγει παραπέρα ἀπό τό Μαγαζᾶ. Ἀπ᾽ αὐτή μεριά τό πρῶτο σπίτι, πάνω ἀπό τό δρόμο πρός τούς Ἁγίους Ἀναργύρους εἶναι τό σπίτι-μεγάλο- τῆς οἰκογένειας Ψαρᾶ: Μιχάλη καί Κώστα. Πιό πάνω, κολημμένο σχεδόν στό σχολεῖο (ἀριστερά) τό σπίτι τοῦ Σταύρου Φαραζᾶ. Ἀρκετά πιό κάτω τό σπίτι τοῦ Νινιοῦ. Ἀνάμεσα, κι ἕνα δένδράκι πού σκάζει στή δίψα. Ἤδη βρισκόμαστε κάτω ἀπό τό σχολεῖο. Ἕνα μεγάλο «πλατάνι» μᾶς ξεκουράζει λίγο. Σχεδόν τελειώσαμε. Δίπλα μας, δεξιά, τό σπίτι τοῦ Πολύμερου, καλοῦ νοικοκύρη· ἐδῶ ὁ Παναγιώτης Λιακούδης ἔχει τό «κουρεῖο» του· κι ἕνα, παραδίπλα, ἀκατοίκητο. Παραπάνω τό σπίτι τοῦ Ἀθανασίου Κασίμη. Ἀκόμη παραπέρα, σχεδόν κάτω ἀπό τον Ἅγιο Γεώργιο δύο ἀκόμη σπίτια: πρῶτα τοῦ Σημαντρούδη καί μετά τοῦ καντηλανάφτη Εὐαγγελούδη. Ἕνας χωρικός πού μᾶς «παραμόνευε», παρακολουθοῦσε ἀπό μακρυά, πλησίασε καί μοῦ ὑπέδειξε πώς ὑπάρχει ἀκόμη ἕνα σπίτι, ψηλά, «πού τν’ ἄλλ᾽ μιριά ἀ᾽ τού δρόμου». Ναί, ἕνα καμμένο σπίτι πού τό νόμισα για ἀχυρώνα, τό σπίτι τοῦ Τούση. Κοντός καί δυνατός πότης, ὁ Γεροτούσιος, ἕνα βράδυ  ἀρκετά πιωμένος, με τη λάμπα στό χέρι σκοντάφτοντας μιά ἑδῶ μιά ἐκεῖ τόβαλε φωτιά. Κατάλαβε ὅμως τί ἔκανε καί τό μόνο πού κατώρθωσε, ἔβγαλε ἀπ’ τ᾽ ἀχούρι τό ἄλογο καί κάθισε ν’ ἀπολαμβάνει τη φωτιά καί τόν κόσμο πού ἔτρεξε μάταια νά τό σβήσει.




       Αὐτά είναι τά Κάτω Κερδύλλια. Ἔχω τήν ἐντύπωση πώς ἐδῶ 
τά πράγματα εἶναι καλύτερα ἀπό Πάνω. Καί τά σπίτια περισσό

τερο περιποιημένα καί, κατά μία ἰδέα ἡ οἰκονομία γενικῶς καλύ-

τερη. Δύο ναοί, νέο σχολεῖο, καλά καφενεῖα καί μπακάλικα τῆς 
προκοπῆς. Τοποθεσία θαυμάσια, ἀτμόσφαιρα πεντακάθαρη, πρό
σωπα περισσότερο χαρούμενα. Μικρότερο, ἀλλά κάθε ἄλλο παρά 
εὐκαταφρόνητο.




             ...................................................................................................................................